μετασταίνω

μετασταίνω
μετασταίνω (Μ)
1. μεταβάλλω, μεταπλάθω
2. μετακινώ
3. απομακρύνω
4. μεταγγίζω
5. (το μέσ.) μετασταίνομαι
α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι
β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω
γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι
δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι
ε) πεθαίνω
στ) (για ποσό) αναλογώ, αποδίδομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετα-σταίνω αντί τού ορθτ. μετα-στένω < μετ(α)-* + στένω (ενεστ. σχηματισμένος υποχωρητ. < ἔστη-ν, αόρ. τού ἵσταμαι). Με -αι- γράφονται οι ενεστώτες σε -αίνω, που προέκυψαν υποχωρητ. από ένσιγμους αορίστους (πρβλ. βλαστ-αίνω < -βλάστη-σα), γραφή που τελικά γενικεύθηκε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”